11 Φεβ 2008

Η αβάσταχτη μοναξιά του ανώνυμου σχολιαστή

Το ξυπνητήρι χτυπάει επίμονα. Είναι κιόλας 7:30 το πρωί. Ο Μήτσος, σε μια κατάσταση πνευματικής διαύγειας κατά τη μετάβαση από τον ύπνο προς τον ξύπνιο ξεκινάει μια θεώρηση βγαλμένη από τα παλιά. «Ξέρε τον εχθρό σου» έλεγαν στην παρέα του, στα φοιτητικά του χρόνια. Τελικά το χειρότερο μέσο καταστολής και κοινωνικής συμμόρφωσης που χρησιμοποιεί ο σύγχρονος πολιτισμός δεν είναι ούτε η αστυνομία, ούτε τα ΜΜΕ. Είναι το ξυπνητήρι! Η πραγματικότητα όμως έκανε βίαια την είσοδό της στον εγκέφαλο του Μήτσου, επαναφέροντας όλες τις σκέψεις που τον κατακλύζουν. Εκνευρισμένος, βουτάει την παντόφλα και την εκσφενδονίζει προς την άθλια γιαπωνέζικη μικροσυσκευή. Φυσικά, αστοχεί, οπότε ο νέος ήχος που φιλοξενείται στο δωμάτιο εκτός του ξυπνητηριού, είναι η φωνή του που λέει «σκάσε, γαμώ τον αντίθεό σου!».

«Καφέ!» είναι η επόμενη σκέψη του. Σηκώνεται από το κρεβάτι και οδεύει προς την κουζίνα. Εκεί βρίσκεται η κοπέλα του με την οποία είναι ήδη δύο χρόνια. «Ρε Τζίνα, λέω να μην πάω στη δουλειά σήμερα. Είσαι για ένα στα γρήγορα;» της λέει κι αυτή, ξινίζοντας τα μούτρα της, τον κοιτάει με ένα απαξιωτικό βλέμμα και του απαντάει «καλά ρε Δημήτρη, πότε θα μεγαλώσεις;» Για κάποιο λόγο, αυτή η παρατήρηση του θύμισε την παλιά του ηλεκτρική κιθάρα, στην οποία ποτέ δεν «πρόλαβε» να γίνει καλός και τώρα κοσμούσε τον τοίχο του χωλ.

Τελικά, το μόνο γρήγορο που κατάκτησε ο Μήτσος το πρωί ήταν ο καφές που ήπιε με ταχύτητα σφηνακίου. Η διαδρομή προς τη δουλειά του είχε όλα τα συναρπαστικά που πρέπει να έχει μια τέτοια διαδρομή. Κορναρίσματα, μποτιλιάρισμα, μπινελίκια και άθλιο ραδιόφωνο. Συναρπαστικός όμως είναι και ο χώρος εργασίας του. Το κονσερβοποιημένο χαμόγελο του θυρωρού που τον καλοσωρίζει του δίνει άλλο ένα λόγο να συνεχίσει το μπινελίκωμα.

«Καλημέρα σας κύριε Δημήτρη» του λέει ο securitάς

«Καλή σας μέρα» απαντάει ο Μήτσος, ενώ σκέφτεται «της μάνας σου ο κώλος, μαντρόσκυλο».

Στο ασανσέρ τυχαίνει να συναντήσει την Ηρώ, η οποία του απευθύνει ένα ξερό «καλημέρα κύριε Αθανασίου». Της απαντάει στο ίδιο κλίμα, ενώ σκέφτεται πόσο κρίμα είναι να «ξοδεύονται» τέτοιες καμπύλες σε ταγιέρ και τυπικότητες, αντί σε «ελευθεριακές» διακοπές στη Γαύδο. Στον κυρίως χώρο εργασίας του τα πράγματα είναι ουσιαστικά τα ίδια, γαρνιρισμένα όμως και με τη σπαστική παρουσία του αφεντικού.

Το διαλειμματάκι για σνακ, τη μοναδική ευκαιρία που έχει να απεγκλωβιστεί από τις έγνοιες της δουλειάς και τα γαυγίσματα του αφεντικού είναι αναγκασμένος να πνίξει ανάμεσα σε δυο κουβέντες, η μία περί ποδοσφαίρου και η άλλη περί αυτοκινήτων. Και ενώ το μυαλό του βρίσκεται δέκα χρόνια πριν, στους μπάφους που έπινε σε παραλία του Κουφονησίου αγκαλιά με μια εξαιρετική κοπέλα, συλλαμβάνει τον εαυτό του να συμμετέχει στη συζήτηση λέγοντας «το δικό μου βγάζει 104 άλογα» ή άλλες παρόμοιες ατάκες.

Αργά το μεσημέρι σχολάει και η διαδρομή προς το σπίτι παίρνει ρεβάνς από τις προσδοκίες του. Όλοι πιστεύουμε ότι τελειώνοντας τη δουλειά το κακό έχει ολοκληρωθεί. Εκείνο που δε σκεφτόμαστε είναι ότι ένα άλλο κακό ξεκινάει…

Στο σπίτι είναι μόνος, μια και η Τζίνα την έχει κάνει για τους γονείς της. Θα κοιμηθεί εκεί απόψε το βράδυ. Αυτός, ξελιγωμένος της πείνας και μια και το ψυγείο είναι άδειο, στρέφεται πάλι προς το διαφημιστικό του «Ο καλός ο γύρος όλα τα αλέθει» (μεταφορές – μετακομίσεις εντέρου…). Μετά το φαΐ, κινείται μηχανικά προς τον καναπέ, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του λυμένη την απορία σχετικά με τη συνήθεια των γονιών του να κοιμούνται το μεσημέρι. «Χάνουν τη μισή τους ζωή με το μεσημεριανό ύπνο» σκεφτόταν τότε. Τώρα ξέρει… Μετά από ένα δίωρο σάπισμα καναπέ και ανοιχτής τηλεόρασης (την οποία άντεξε μόνο δέκα λεπτά· μετά αποκοιμήθηκε), ξυπνάει και αποφασίζει να κοινωνικοποιηθεί. Τηλεφωνάει στο Γιώργο («αλήθεια, έχω να τον πάρω τηλέφωνο από την προηγούμενη φορά που η Τζίνα πήγε για ύπνο στους δικούς της») και τον πετυχαίνει σπίτι.

«Έλα ρε Γιώργαρε! Τι λέει; Για πού είσαι σήμερα; Ψήνεσαι για βόλτα;»

«Μπα μωρέ, γάμα το. Είμαι λίγο πτώμα κι έχω να τελειώσω κι ένα project μέχρι αύριο. Μάλλον το πάω για ξενύχτι».

Το τηλέφωνο έκλεισε όταν ο νους του Μήτσου ταξίδευε ήδη στο λόφο του Στρέφη, αρκετά χρόνια πριν. Μετά από ένα κυνηγητό με την αστυνομία, κατόπιν πορείας, ο Γιώργος είχε σκάσει με δύο τελάρα μπύρες λέγοντας «Κορίτσια, αν δεν τις πιούμε όλες, δε φεύγει κανείς από δω! Δε θα ξεφτιλιστούμε σήμερα, μετά από τέτοιο σκηνικό!». Αντίστοιχες απορρίψεις και αναμνησιακά flashback είχαν και οι δύο επόμενες τηλεφωνικές απόπειρές του με το Θανάση και το Σταύρο.

Τελευταία λύση, το διαδίκτυο. Σα να γύρισε ένας διακόπτης μέσα του, ο Μήτσος αρχίζει και «φορτώνει». Του βγαίνει επιθετικότητα προς τους χρήστες. «Γαμημένοι internetάκηδες, αποβλακωμένοι και εφησυχασμένοι! Κάθεστε με τις ώρες και υποτίθεται ότι επικοινωνείτε! Θα σας στρώσω εγώ!», αποφασίζοντας να κατευθύνει όλο το συσσωρευμένο από την καθημερινότητα μένος του στην πιο ανώδυνη αντιπαράθεση που θα μπορούσε να συμβεί. Μπαίνει σε κάθε ιστοσελίδα που ξέρει, στήνοντας καντηλοειδή και ειρωνικά σχόλια σχετικά με οτιδήποτε και χρησιμοποιώντας διαφορετικά παρατσούκλια κάθε φορά (ανώνυμος, Μουσταφά, αρχιεπίσκοπος Spiderman, ξανθιά βιτσιόζα σκλάβα κά.). Σε κάποιον έπρεπε να δώσει ένα μάθημα και αφού δε μπορούσε να το δώσει στον εαυτό του, το έδωσε στους άλλους! Η βραδιά πέρασε συναρπαστικά. Κάποια στιγμή μάλιστα, βρέθηκε σε τέτοιον ενθουσιασμό που του φάνηκε πως είχε στύση. Ξαφνικά το ξυπνητήρι χτυπάει. Είναι κιόλας 7:30 το πρωί…


loumboubamboula & mezcalin

10 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τέλος πάντων στείλε μου το mail σου να σχολιάζω επώνυμα............

Ανώνυμος είπε...

Εξω οι ανωνυμοι τσατσοι!

Ανώνυμος είπε...

Ανάβω το φως
και βλέπω το ξυπνητήρι
πάνω στο κομοδίνο.
Το πήρα στο κρεβάτι
και το γάμησα
μέχρι που του πετάχτηκαν οι δείκτες!

..απο τη νουβελα μου "Οταν η Αντζελα(εγω) γνωρισε τον Τσαρλς και ο Τσαρλς την Αντζελα(εμενα)"

trelliaris είπε...

είστε η ελπίδα μας (εσείς όχι ο Τσίπρας...).
keep on

Ανώνυμος είπε...

σιγα μην ειναι και η Μαρια μας.

fysalida είπε...

Κάποιος θα πρέπει να μιλήσει και για την αβάσταχτη 'αλαφρότητα' του ψευδώνυμου εγγεγραμμένου...
Ισως εγώ αλλά δεν έχω όρεξη τώρα.
Τον Μήτσο τον ξέρω,και την Τζίνα, γραφικοί τύποι της διπλανής πόρτας που δεν τολμούν να κάνουν το βήμα και να ξαναβρεθούν στα μαγικά Κουφονήσια ούτε για τριήμερο πιά. Μετά τα 30 πάς στην Ρόδο ή στην Κέρκυρα σε μεγάλα ξενοδοχεία με ανέσεις. Θυμήθηκα διακοπές και κάνει ένα κρύο έξω..τσ τσ τσ.

tragedian είπε...

Μας μελαγχολήσατε Φυσαλίς.

mezcalin είπε...

Κι αν φτάσαμε ή ξεπεράσαμε τα 30, εμείς είμαστε απτόητοι:
Κάτω η Ρόδος!
Κάτω η Κέρκυρα!
Κάτω τα ξενοδοχεία!
Κουφονήσια power! (αν κι έχουν ψιλοχαλάσει κι αυτά)
Σαμοθράκη, ρεεεεεε!
Άμμος στη σκηνή και αλάτι στα μαλλιά!
Μπύραααααααα!

loumboubamboula είπε...

Μικρή μου φουσκαλίθρα λυπάμαι που πρέπει να διαφωνίσω μαζί σου γιατί πραγματικά μου είσαι πολύ συμπαθής.Όμως το ζήτημα των αποθημένων μας που κοσμούν σαν παρατημένες κιθάρες τον τοιχο του χωλ και μας κάνουν να γινόμαστε μίζεροι και επιθετικοί δεν είναι θέμα της διπλανής πόρτας.Είναι θέμα του οίκου μας και, σε μεγαλύτερα επίπεδα ενδοσκόπησης ,της ψυχής μας.Εγώ πάντως γράφοντας δε βρήκα μόνο διπλανούς μου μέσα στο κείμενο βρήκα κι ένα μεγάλο κομάτι του εαυτού μου (άσχετα αν ακόμα κάνω διακοπές στη σαμοθράκη.Μπύραααααααα!).

Ανώνυμος είπε...

ΜΠΟΥΜΠΑΜΠΑΛΑΜΠΟΥΛΑ!.. θα το παρεις το κομματι που βρηκες ή θα μας το αφησεις εδω? γιατι σκεφτομουνα να παρκαρω λιγο τη "χαμενη αθωοτητα" μου και να ερθω να τη παρω αργοτερα...πολυ λυρικος μας προεκυψες εσυ,να το προσεξεις,ειναι επικινδυνα πραματα αυτα.