26 Ιαν 2008

How much more art can we take?

Yeah, yeah, yeah!
Πάνε μόνο λίγοι μήνες από τότε που αναρωτήθηκα σχετικά με την τέχνη, από μια κουβέντα που είχα με την αγαπημένη μου φίλη Βιολέτα. Πρόπερσι, όταν είχε αναχωρήσει για την Ισπανία ήταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Γαμήσable, δε μπορώ να πω, αλλά όχι κάτι τρομερά εντυπωσιακό. Όταν επέστρεψε από την Ισπανία αντίκρισα μπροστά μου την επιτομή της καύλας. Είχε γίνει μια αιθέρια πεταλούδα. Τα στιλπνά μαλλιά της που έπεφταν ανέμελα στους ώμους της είχαν τουλάχιστον εφτά αποχρώσεις του μωβ· από μωβ-καφετί μέχρι μωβ-λαχανί. Στο αψεγάδιαστο κορμί της γινόταν το πάρτυ του piercing. Αυτιά, μύτη, μάγουλα, φρύδια, γλώσσα, αστράγαλοι, αφαλός, ούλα, επινεφρίδια, όλα ήταν στολισμένα με σκουλαρίκια και χαλκάδες σε κάθε απόχρωση του μωβ· από μωβ-ασημί μέχρι μωβ-βυσσινί. Το θείο δέρμα της ήταν ένας καμβάς από κάθε είδους αναπαράσταση· από ξωτικά και κέλτικους ρούνους μέχρι απίθανες σεξουαλικές στάσεις και το Μάο Τσε Τούνγκ με μπλουζάκι Megadeth. Κοινώς, ήταν μια οπτασία. «Πώς είσαι έτσι, μωρή μαλάκω;», της είπα μόλις την πρωτοείδα στο αεροδρόμιο απ’ όπου την παρέλαβα. «Αααα», μου είπε «όλα κι όλα. Τώρα ασχολούμαι με την τέχνη!».
- Δηλαδή, τι ακριβώς κάνεις;
- Σκηνοθεσία.
- Και για να γίνετε δεκτοί στη σχολή σάς είπαν να βάψετε τα μαλλιά σας ουράνιο τόξο; Ρωτάω επειδή κι εγώ ζωγραφίζω που και που. Λες να χρειάζεται να βάψω τα μούτρα μου κόκκινα για να γίνω καλύτερος;
- Ίσως και να χρειάζεται. Όταν ασχολείται κάποιος με το μεγάλο ζήτημα της αισθητικής, οφείλει να διευρύνει τις αναζητήσεις του ακόμα και πάνω στον ίδιο του τον εαυτό. Ο αισθητικός προβληματισμός οφείλει και πρέπει να μετουσιώνεται πάνω στο ίδιο σου το σώμα.
- Α ναι; Και τότε γιατί δεν είδα κανέναν να φοράει προβιά στο Σύνταγμα για λόγους εξερεύνησης της προσωπικής του αισθητικής;
Κάπου σε αυτό το σημείο η Βιολέτα άρχισε να προσποιείται οργασμό…… (ε, όχι λάθος, με συγχωρείτε, το έχω συνηθίσει σαν αντανακλαστική έκφραση από τις πρώην μου), άρχισε λοιπόν να προσποιείται ότι μιλάει στο κινητό της. Στο καπάκι μου λέει «Συγγνώμη βρε, είμαι λίγο πεσμένη από το ταξίδι. Βλέπεις είναι και αυτό το καταραμένο jet lag. Λέω να πάω σπίτι», και χωρίς πολλά λόγια βούτηξε ένα ταξί και την πούλεψε προς την οικία της στο Νέο Ψυχικό, αποφεύγοντας έτσι να συνεχίσει τη βαριά κουβέντα που πήγαινε να ξεκινήσει.
Συνεχίζοντας το δρόμο μου από το Ελ Βενιζέλ δια μέσου της Αττικής Οδού και έχοντας ήδη ανοίξει το απαραίτητο κουτάκι μπύρας, μου ήρθε στο νου ένα πρόσφατο ανάγνωσμα από το μεγάλο φιλόσοφο τέχνης Michael Faterheim, ο οποίος είχε θέσει ένα μεγάλο ερώτημα που μου τριβέλιζε το μυαλό. «Τελικά, πόση τέχνη μπορούμε να αντέξουμε; Και όταν λέω μπορούμε, προφανώς δεν αναφέρομαι στις μοναχικές ατομικές υπάρξεις μας, αλλά σε μια ευρύτερη πανανθρώπινη κοινωνία». Τελικά, μήπως δε μπορώ εγώ να αντιληφθώ το μεγαλείο της τέχνης; Μήπως η τέχνη είναι για τους λίγους και εκλεκτούς; Πώς συνδυάζεται η φώτιση των λίγων και εκλεκτών με το μωβ χρώμα των μαλλιών; Μήπως θα έπρεπε κι εγώ να βάλω ένα χαλκαδάκι στο πουλάκι μου για να καταλάβω τη βαθύτερη αιτία που λιώνουν τα ρολόγια του Νταλί; Μ’ αυτά και μ’ αυτά, δίχως να το καταλάβω είχα ήδη φτάσει στη Μαβίλη, όπου μου ήρθε η όρεξη να φάω ένα τρισβρώμικο. Το παίρνω στα χέρια μου, αλλά πριν του καταφέρω την πρώτη δαγκωνιά, μου έρχονται στο νου σαν καμπάνα τα βαρύγδουπα λόγια της Βιολέτας. Ταυτόχρονα, στο απέναντι πεζοδρόμιο βλέπω το φίλο μου το Μήτσο από τη Βίλλα Αμαλίας να με πλησιάζει και να μου λέει «Τι κάνεις εκεί, ρε μαλάκα; Τρως λουκάνικο, άθλιε σαρκοφάγε; Το καημένο το ζωάκι δεν το σκέφτεσαι; Το ξέρεις μάλιστα ότι το αλλαντικό προέρχεται από γερμανική πολυεθνική;». Χωρίς πολλά πολλά, πέταξα το λουκάνικο σε ένα σκύλο, έλεγξα τα υπόλοιπα υλικά του βρώμικου και αφού διαπίστωσα ότι κανένα δεν είχε σφραγίδα πολυεθνικής, προχώρησα στο γεύμα μου από ψωμί, λάχανο και μαγιονέζα Kraft (τη μαγιονέζα δεν την είχε πάρει πρέφα ο Μήτσος). Ένιωθα βαθιές ενοχές, αλλά σύντομα απορροφήθηκα από την κουβέντα περί παγκοσμιοποίησης και μαζικότητας/εμπορικότητας της τέχνης που έκανα με το Μήτσο, στο σύντομο περίπατο προς τη διθέσια φτιαγμένη Alfa Romeo του, πριν αποχωρήσει για το σπίτι του στη Δροσιά.
Ο εγκέφαλός μου είχε ήδη αρχίσει να παραφορτώνεται. Τέχνη η Βιολέτα, τέχνη ο Faterheim, τέχνη κι ο Μήτσος! Άξαφνα, χτυπάει το κινητό μου. Ήταν ο φίλος μου ο Αγησίλαος από το Περιστέρι. Έξω φρενών, μου λέει:
- Ρε μαλάκα, έμαθα ότι ο μπασίστας της μπάντας που καλέσαμε χθες στην κατάληψή μας να παίξει live αγόρασε πρόσφατα ένα cd από το δισκάδικο του Σταύρου! Και μάλιστα το group αυτό έχει κάνει και video clip!
- Σοβαρά ρε; Ανήκουστο!
Μέσα μου βέβαια σκεφτόμουν ότι προχθές μπήκα κλεφτά στο Metropolis και αγόρασα το τελευταίο album των Bad Religion. Ο Αγησίλαος συνεχίζοντας μου λέει:
- Δεν έρχεσαι, ρε συ, κατά δω, γιατί φοβάμαι πως τα κινητά μας παρακολουθούνται; Μόλις φτάσεις, βγάλε και τη μπαταρία, για καλό και για κακό.
- Εντάξει, έρχομαι σε λίγο.
Πράγματι, σε λίγη ώρα φτάνω στην κατάληψη όπου ο Αγησίλαος μένει εδώ και δυο χρόνια. Μπαίνω μέσα και ακούω ομιλίες από ένα δωμάτιο στο βάθος του κτιρίου. Μπαίνω πιο μέσα και βλέπω τον Αγησίλαο να αγορεύει στη μέση του δωματίου, έχοντας γύρω του ένα κοινό από εικοσάχρονους μοϊκανούς και εικοσάχρονες ρασταφάρι, που κοίταζαν τον Αγησίλαο στο στόμα, όπως οι Απόστολοι κοιτούσαν το Χριστό: «Τι να σας πω ρε παιδιά; Άσχημο πράμα το σταριλίκι! Δε μπορεί εδώ μέσα να έρχεται το κάθε τσουτσέκι και να κάνει το κομμάτι του επί σκηνής! Επιτρέπεται να έρχονται οι Gau#fau^*dudu και η τραγουδίστρια να φοράει φούστα; Επιτρέπεται στη μπάντα να υπάρχει σαξόφωνο και φλάουτο; Επιτρέπεται να κάνουν διασκευή τραγουδιού του πουλημένου του Tom Waits;. Διότι σύντροφοι, με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται άτυπες ιεραρχίες και εκκολάπτεται η εμπορευματοποίηση. Εδώ μέσα πρέπει να μπαίνουν μόνο antisocial underground DIY punk μπάντες! Καλά τα έλεγε προ ημερών ο Κυριάκος από τους Ξύσμα, που στην τελική, σύντροφοι, είναι και ο καλύτερος κιθαρίστας της DIY σκηνής στην Ελλάδα». «Αχ, ναι» ψιθύρισε μια κοπελίτσα από το κοινό προς τη φίλη της «και είναι και τόσο ωραίο παιδί!». Τότε, ένα τυπάκι από το κοινό, μην έχοντας συναίσθηση του ρίσκου που παίρνει, λέει στοn Αγησίλαο: «Καλά τα λες ρε Άγη, αλλά μήπως έτσι γινόμαστε λιγάκι εσωστρεφείς; Στο λέω γιατί πριν από λίγο έλεγες κάτι για ανοίγματα προς την κοινωνία». Και γυρνάει ο Αγησίλαος προς το τυπάκι, κατακεραυνώνοντάς το με το βλέμμα του: «Άσε μας, ρε Βαγγελάκη, που θα μιλήσεις κι εσύ που ‘χεις μόνο τρεις μήνες εδώ μέσα! Κοίτα τους παλιούς να δεις πώς γίνεται η δουλειά!». Κάπου εκεί, θες επειδή με ταρακούνησε το θέατρο του παραλόγου, θες επειδή βρισκόμουν ήδη στο ένατο κουτάκι μπύρας, αποφασίζω να φύγω προς το σπίτι.
Στη διαδρομή προσπαθούσα μάταια να στοιχειοθετήσω τις πληροφορίες που σε ένα βράδυ μου μετέτρεψαν τον εγκέφαλο σε χυλό. Μπαίνοντας στο διαμέρισμά μου στάθηκα, ούτε εγώ ξέρω γιατί, μπροστά σε έναν πίνακα του Paul Klee που είχα στο χωλ. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δε μου πολυάρεσε· τον θεωρούσα μια ανόητη μουτζούρα, αλλά τον είχα κρεμασμένο για συναισθηματικούς λόγους. Ήταν δώρο μιας παλιάς μου γκόμενας. Κοιτάζοντάς τον και κατόπιν συνεργασίας του εγκεφάλου μου με την αιθυλική αλκοόλη που τον είχε κατακλύσει, μου φάνηκε πως μέσα στις ασυνάρτητες γραμμές άρχισε να διαγράφεται η μορφή ενός αυστηρού κυρίου με μούσι, μπερέ, τσιμπούκι και κασκόλ που μου έκανε κωλοδάχτυλο. Στο καπάκι, ο εγκέφαλός μου, προδίδοντάς με τελείως, μου επιφύλαξε και δεύτερη παραίσθηση, πολύ πιο ξεγυρισμένη από την πρώτη. Βρίσκομαι, λέει, στο πάρκο Gaudí στη Βαρκελώνη με πράσινη κόμμωση ράστα, piercing και στην πλάτη μου τατουάζ με τον Αργύρη Καμπούρη να ετοιμάζεται να εκτελέσει τις τελευταίες βολές για να μας χαρίσει το κύπελο, το ένδοξο έτος 1987. Στο χέρι μου κρατάω ένα ταγάρι γεμάτο με αγριοράδικα των Πυρηναίων που είχα μαζέψει για το μεσημεριανό μου γεύμα και χορεύω αλαλάζοντας ινδιάνικα γύρω από ένα τεράστιο φλεγόμενο σωρό από cd γνωστών δισκογραφικών εταιριών.
Κλάταρα! Το μυαλό μου βάρεσε tilt. Πήγα σα ζόμπυ στον καναπέ και μηχανικά άνοιξα την τηλεόραση σε κανάλι με τον Τσακ Νόρις πλαισιωμένο από σεξοβόμβες να διαφημίζει όργανα για ανάπτυξη μούσκουλων. Ορκίζομαι ότι ήταν οι ίδιες μου μετά από πέντε λεπτά διαφήμιζαν αποκουκουτσωτές κερασιών, κόφτες αγγουρακίων σε σχήμα σφυροδρέπανου, αποσμητικά για τα βρωμοπόδαρα του κανακάρη φαντάρου γιου σας και μια ξεχασμένη συλλογή μπαλαντών της δεκαετίας του ’60, ιδανική για αίθουσες αναμονής αεροδρομίων, οδοντιατρείων και βουλκανιζατέρ. Το επόμενο πράγμα που έχω συγκρατήσει από την πραγματικότητα είναι οι στίχοι από τραγούδι που έβαλε πρωινιάτικα ο πιτσιρικάς φοιτητής γείτονάς μου:
All work is honourable and art is just a job
Let me spend my paycheck on a beer
No heroes, no leaders, no artists, no gods
I’m a worker, you’re a worker
Would you like to be a worker too?

loumboubamboula + mezcalin

7 σχόλια:

bastakas είπε...

Κάτι οι καταγγελίες φιλοζωικών οργανώσεων, κάτι το λιοντάρι που έφαγε το θηριοδαμαστή, ήμασταν έτοιμοι να το κλείσουμε το γαμημένο το τσίρκο και να οργώσουμε την επαρχία σε μπουλούκια των δύο (ζευγαράκια).

Μπήκα κι εγώ να πατήσω τα δυο κλικ που απαιτούνται για τη διαγραφή ιστολογίου και αντίκρυσα τους παλιάτσους loumba & mezc σε ένα νέο νούμερο.

Εντυπωσιάστηκα: φρέσκοι, δροσεροί και πάντα υπό την επίρρεια αλκοόλης στηρίζονται σε ένα καλοδουλεμένο κείμενο το οποίο χωρίς να προκαλεί (με μοναδικές εξαιρέσεις τις αναφορές σε επινεφρίδια και βίλα Αμαλίας) αναρωτιέται για τις καλλιτεχνικές αντοχές σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.

Η δυσεντερική κρίση ανάγκασε τα παιδιά να δουλέψουν για μεγάλο διάστημα κλεισμένοι στη τουαλέτα (και μάλιστα στη μικρή που είναι για τους ξένους), γεγονός που συνέβαλε στην συνειδητή απελευθέρωση τους από κάθε είδους μίκρο/μέσο/μεγαλο αστικά ενοχικά συμπλέγματα.

Πάνω απ'όλα όμως, οι δυο παλιάτσοι είναι φίλοι (και μηδενιστές)χρόνια και δούλεψαν με όρεξη, οπότε τι πιο φυσικό επακόλουθο, το καλό αυτό κλίμα να βγαίνει και στο κόσμο. Εβίβα μας!


Επι της ουσίας τώρα, η προσέγγιση μου στο προβληματισμό που θέσατε θα είναι μηχανιστική (μη ξεχνάμε άλλωστε ότι και ο Μέγας Αϊζενστάιν, μηχανικός ήταν).

Πολυετείς έρευνες και στις δυο ακτές του Ατλαντικού έχουν αποδείξει ότι ο μέσος άνθρωπος μπορεί να αντέξει κατά μέσο όρο γύρω στους 76 τόνους τέχνης το μήνα (καθαρό βάρος, χωρίς χαλκάδες, φλάουτα και γερμανικά λουκάνικα). Σε χώρες του παραπετάσματος είχαν καταγραφεί και επιδόσεις έως 104 τόνους/μήνα, αλλά υπάρχουν υπόνοιες για χρήση αναβολικών (ακούγανε στον ύπνο τους Τσαικόφσκι και παίζανε σκάκι από τα προνήπια).

Τώρα, όσον αφορά τις αντοχές σε συλλογικό επίπεδο, δεν υπάρχουν αξιοπρεπεις μελέτες μια που δε βρίσκεται πρόχειρη καμία συλλογικότητα. Μεγάλη ευκαιρία για μετρήσεις χάθηκε το 1871, όταν στην ομώνυμη παρισινή κομούνα, ο Γάλλος συνάδελφος Zoglair αποπειράθηκε να υπολογήσει τις καλλιτεχνικές αντοχές του χριστεπώνυμου πλήθους. Εκείνοι όμως αρνήθηκαν, γιατί είχαν σοβαρότερες δουλειές να κάνουν: ξήλωναν, λέει, τους δρόμους κι έφτιαχναν οδοφράγματα. Τς Τς Τς...

tragedian είπε...

Ε ρε γλέντια. Εντυπωσιασμένος. Αλκοόλες στις 5 το πρωί και output ένα κείμενο - σεντόνι - βαθιά καταγγελτικό αλλά με το γνώριμο στυλ που χαρακτηρίζει το δίδυμο των παλιάτσων mez & loumbou. Τι να πρωτοκρατήσει κανείς? Τον Μαο με μπλουζάκι Megadeth? Τη Βιολέτα με τους κέλτικους ρούνους? Τον Αγησίλαο στη Βίλα?
Πραγματικά μεγάλο κείμενο.

fysalida είπε...

How much alcohol can you take?

forns είπε...

Σας έφαγε η αδηφάγος επικαιρότητα. Δεν μπορώ παρά να υποκλιθώ με τη σειρά μου στο tatoo Μάο με μπλουζάκι Megadeth...

Justelene είπε...

Εμένα που ο Αγησίλαος με κατσάδιασε (και μαζί τον Θ. Παπακωνσταντίνου για τη συνεργασία του με το Νιόνιο - ξεμωραμένο ή όχι), ποιος θα μου πει αν έχω ελπίδες σωτηρίας που θέλω να πάω να δω την παράσταση, ή έχω πλέον αλλοτριωθεί ολοκληρωτικά;

Ανώνυμος είπε...

Τι εμπάθεια είναι αυτή απέναντι στην καημένη την βιολέτα, τι σε κόφτει εσένα ρε φίλε αν θέλει ο άλλος(η)(άλλοση=άλωση?) θέλει ναναναναναναναναναναπαπαπαπαπαπαπαπα
(ταχύρυθμο ναπα ναπα ναπα ναπα ....)να γίνει σκηνοθέτης και δεν συμμαζέυεται το δίκο του κεφάλι θα φάει, μήπως ζηλεύεις που δεν έχεις πάστα (sorry ράστα αλλά μπερδευτικα με τα αγγλικά - ελληνικά shift+alt).
Απαράδεκτο και δέν μας είπατε τι cd αγόρασε ο μπασίστας (φανταστικό στοιχείο που δείχνει πόσο εκτός πραγματικότητας βρίσκεστε αφού ο μπασίστας θα ήταν Ο ΜΟΝΟΣ (ζυγός είναι ο κιθαρίστας οπότε βολέυονται με τον δακτύλιο μχμμχμχμχμχαχαχαχα)
που δεν θα α΄γοραζε αφού τον έχουν ήδη πουλήσει...

loumboubamboula είπε...

Ακολουθεί σχόλιο προς τον παραπάνω ανώνυμο, που αποτελεί απαύγασμα εσωστρέφειας:
Εσύ καλό μου παιδί, γιατί έχεις τόσο μεγάλη εμπάθεια προς τους κατήγορους μπασιστών; Καταλαβαίνω πως σε τάραξε ο θάνατος του Αρχιεπισκόπου, γεγονός από μόνο του ικανό να εξοντώσει την ψυχολογία σου, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι η ζωή μπορεί να σου επιφυλάσσει ακόμα μεγαλύτερες δυστυχίες. Εσύ θα έπρεπε να το γνωρίζεις περισσότερο από όλους, αφού έχεις υποστεί την αποχώρηση του αγίου Βασιλείου εκ Λυβίης. Όμως, ο καιρός γαρ εγγύς και δε θα αργήσει η ώρα που ο μέγας Βασίλειος θα επιστρέψει και η underground σκηνή θα ξαναποκτήσει τους κύριους εκφραστές της και τα χερουβείμ θα ψάλλουν για το μεγαλείο της δημιουργικότητάς σας. Τελειώνοντας, θα ήθελα να σου υπενθυμίσω τη ρήση ενός σοφού κοινού μας φίλου:
"Μπασίστα, δεν υπάρχεις!"